- τραχηλιώδης
- τραχηλιώδηςstiff-neckedmasc/fem acc pl (attic epic doric)τραχηλιώδηςstiff-neckedmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)τραχηλιώδηςstiff-neckedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραχηλιώδης — ῶδες, Α [τράχηλος] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ισχυρογνώμονας, πεισματάρης … Dictionary of Greek
τραχηλιώδεις — τραχηλιώδης stiff necked masc/fem acc pl τραχηλιώδης stiff necked masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek